δραγατεύω

δραγατεύω
δραγατεύω (Thess. IIIa)
Grammatical information: v.
Meaning: prob. `watch a land with cereals or a vinyard' (Thess. IIIa)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From δραγάτης *`cutter, labourer in the fields', NGr. `id.' (ἀρχιδραγάτης Ankyra IIp); to δράσσομαι (s. d.) after ἐργατεύομαι : ἐργάτης, Zingerle Glotta 15, 70ff.. Z. adduces: δραξών ἐν Σικελίᾳ ἱερόν ..., εἰς ὅ οἱ γεωργοὶ εὑχὰς ἔπεμπον, ὅθεν καὶ δραξόνες (δρασοντες cod.) ἐκλήθησαν H.; see Latte ad loc. Also Georgacas Orbis 4 (1956) 91ff.
Page in Frisk: 1,413-414

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δραγατεύω — (Μ δραγατεύω) είμαι δραγάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παράγωγο τού δραγάτης που δεν μαρτυρείται στην αρχ. Ελληνική παρά μόνο ως β συνθετικό στον τ. αρχιδραγάτης, ο δε τ. δεργάτης είναι τής τσακωνικής διαλέκτου. Ασαφής παραμένει η σχέση τών τύπων… …   Dictionary of Greek

  • αδραγάτευτος — η, ο [δραγατεύω] 1. για κτήματα που δεν φυλάσσονται από δραγάτη, από αγροφύλακα 2. μτφ. αυτός που δεν επιβλέπεται, δεν ελέγχεται …   Dictionary of Greek

  • δραγάτης — ο (θηλ. δραγάτισσα, η) (Μ δραγάτης) αγροφύλακας και κυρίως αμπελοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. δραγατεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”